- στεριά
- η1) суша; 2) материк, континент
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεριά — η, Ν ξηρά, ήπειρος («στη στεριά δεν ζει το ψάρι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεά, θηλ. τού επιθ. στερεός με συνίζηση] … Dictionary of Greek
στεριά — η ξηρά, ήπειρος: Βγήκαν κολυμπώντας στη στεριά. – Πέρασε στεριές και θάλασσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
στεριανός — ή, ο, Ν 1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. ανός (πρβλ. χωρι ανός)] … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αμφίβιος — α, ο (Α ἀμφίβιος, ον) (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη στεριά και στο νερό νεοελλ. 1. λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις ανάγκες και στο… … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
ξεβράζω — (για τη θάλασσα) ρίχνω στη στεριά, εκβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έβρασα (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. τού ἐκβράζω «βγάζω έξω στη στεριά»] … Dictionary of Greek
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
νησιωτική οικολογία — Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά … Dictionary of Greek